τετράποδο

τετράποδο
το
1. αυτό που έχει τέσσερα πόδια, ζώο.
2. άνθρωπος ανόητος, ανάξιος: Τέτοιο τετράποδο που είναι, βλακείες λέει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετράποδο — το, ΝΜΑ βλ. τετράποδος …   Dictionary of Greek

  • αγρίμι — Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος. * * * το (Μ ἀγρίμιν) 1. κάθε τετράποδο… …   Dictionary of Greek

  • λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… …   Dictionary of Greek

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • Μπουλ, Τζορτζ — (George Boole, Λίνκολν 1815 – Κορκ 1864). Άγγλος μαθηματικός, πρωτοπόρος της μαθηματικής λογικής. Το όνομα του Μ, συγγραφέα σπουδαίων έργων για τις διαφορικές εξισώσεις και τον λογισμό των «πεπερασμένων διαφορών», συνδέεται προπάντων με το μέγα… …   Dictionary of Greek

  • Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • μαρτιχόρας — και μαρτιοχώρας και μαντιχώρας, ὁ (Α) μυθικό τετράποδο ζώο τών Ινδιών, το οποίο είχε κεφάλι ζώου και σώμα ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνειο από την Ιρανική, πρβλ. αρχ. περσ. martiya «άνθρωπος», αβεστ. xvar «καταβροχθίζω», περσ. mardom xār… …   Dictionary of Greek

  • οικόσημο — Ο. ονομάζεται τη σήμα ευγενούς οικογένειας, συμβολική παράσταση ζώου, φυτού ή άλλου αντικείμενου, που υιοθετήθηκε σαν έμβλημα από τα μέλη ενός οίκου ευγενών. Τα ο. εμφανίστηκαν τον 12o αι. και προορίζονταν για να ξεχωρίζουν από τους άλλους… …   Dictionary of Greek

  • τετράποδος — η, ο / τετράποδος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερα πόδια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράποδα ζωολ. γενική ονομασία τών σπονδυλοζώων που φέρουν δύο ζεύγη ποδιών προσαρμοσμένων στη χερσαία μετακίνηση, σε αντιδιαστολή προς τα δίποδα νεοελλ. το …   Dictionary of Greek

  • τετραποδηδόν — Α επίρρ. σαν τετράποδο, με τα τέσσερα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. (η)δόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”